- κληρονομούμενος
- κληρονομέωinheritpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… … Dictionary of Greek
αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
κατώνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάτωνα 2. φρ. «κατώνειος κανόνας» ο κανόνας τού Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τον οποίο η κληροδοσία που θα ήταν άκυρη αν πέθαιναν αμέσως μετά την κατάρτισή της και ο κληροδότης και ο κληρονομούμενος θα ήταν… … Dictionary of Greek
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
γονική παροχή — Περιουσιακή επίδοση του γονέα προς το τέκνο είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος. Η γ.π., εφόσον δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις,… … Dictionary of Greek
εξαίρετο — Ειδική περίπτωση κληροδοτήματος, που αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο είναι παράλληλα και κληρονόμος. Υπάρχει το ε. που προβλέπει ο νόμος για τον επιζώντα σύζυγο, όταν συντρέχει με κληρονόμους της β’, γ’ και δ’ τάξης, δηλαδή όταν δεν υπάρχουν… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
κληρονομικό δίκαιο — Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την κληρονομική διαδοχή. Βασικά, το κ.δ. ρυθμίζει μόνο τις περιουσιακού δικαίου σχέσεις του προσώπου μετά τον θάνατό του. Οι συνέπειες που σχετίζονται με την οικογένεια, όπως η λύση του γάμου, της πατρικής… … Dictionary of Greek
κωδίκελος — Όρος του κληρονομικού δικαίου που πλέον δεν ισχύει. Είναι βυζαντινορωμαϊκής προέλευσης και είχε διατηρηθεί στο νεότερο δίκαιο με τον νόμο ΓΨΛ’/1911, ο οποίος καταργήθηκε με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (1946). Ο κ. ήταν ένα είδος διαθήκης, με… … Dictionary of Greek